δαγκάνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δαγκάνα | οι | δαγκάνες |
γενική | της | δαγκάνας | — | |
αιτιατική | τη | δαγκάνα | τις | δαγκάνες |
κλητική | δαγκάνα | δαγκάνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δεν συνηθίζεται. γενική πληθυντικού και δαγκάνων | ||||
όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δαγκάνα < (αναδρομικός σχηματισμός) δαγκάν(ω) + -α[1] < δαγκώνω < δακώνω < θέμα δάκ- του αρχαίου δάκνω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δαγκάνα θηλυκό
- η λαβίδα των Καρκινοειδών (αστακοί, καβούρια κτλ) με την οποία συλλαμβάνουν την τροφή τους
- (μεταφορικά) η τανάλια, η τσιμπίδα
- τον έπιασε η εφορία στις δαγκάνες της
- (μηχανολογία) η δαγκάνα των φρένων
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- ↑ «δαγκάνα» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.