σωληνοκάβουρας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σωληνοκάβουρας | οι | σωληνοκάβουρες |
γενική | του | σωληνοκάβουρα | των | (σωληνοκάβουρων) |
αιτιατική | τον | σωληνοκάβουρα | τους | σωληνοκάβουρες |
κλητική | σωληνοκάβουρα | σωληνοκάβουρες | ||
Η γενική πληθυντικού είναι δύσχρηστη. | ||||
Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σωληνοκάβουρας < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σωληνοκάβουρας αρσενικό
- (εργαλείο) κλειδί με ρυθμιζόμενο άνοιγμα, που χρησιμοποιείται κυρίως σε υδραυλικές εργασίες για το βίδωμα και ξεβίδωμα σωλήνων
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σωληνοκάβουρας
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βαρύμαγκας' με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Εργαλεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)