σωληνοκάβουρας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σωληνοκάβουρας οι σωληνοκάβουρες
      γενική του σωληνοκάβουρα των (σωληνοκάβουρων)
    αιτιατική τον σωληνοκάβουρα τους σωληνοκάβουρες
     κλητική σωληνοκάβουρα σωληνοκάβουρες
Η γενική πληθυντικού είναι δύσχρηστη.
Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
σωληνοκάβουρας

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σωληνοκάβουρας < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σωληνοκάβουρας αρσενικό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]