υδραυλικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
υδραυλικός, -ή, -ό
- σχετικός με την παροχή και τη διοχέτευση του νερού
- σχετικός με τη λειτουργία συστημάτων ρευστών
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υδραυλικός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υδραυλικός αρσενικό
- (επάγγελμα) τεχνίτης που ασχολείται με εργασίες υδραυλικών εγκαταστάσεων