plumber
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
plumber | plumbers |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]plumber (en)
- (επάγγελμα) ο υδραυλικός
Plumbers undertake repairing drains.
- Οι υδραυλικοί αναλαμβάνουν την επισκευή των αποχετεύσεων.