Μετάβαση στο περιεχόμενο

plumber

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
plumber plumbers

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

plumber (en)

  • (επάγγελμα) ο υδραυλικός
    παράδειγμα  Plumbers undertake repairing drains.
    Οι υδραυλικοί αναλαμβάνουν την επισκευή των αποχετεύσεων.