υδραυλική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υδραυλική < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]υδραυλική θηλυκό
- η μελέτη ή η επιστήμη και η θεωρία της συμπεριφοράς των ρευστών
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]υδραυλική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του υδραυλικός