υδραυλική

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
υδραυλική < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

υδραυλική θηλυκό

  • η μελέτη ή η επιστήμη και η θεωρία της συμπεριφοράς των ρευστών

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

υδραυλική

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]