ύδωρ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ύδ | τα | ύδατα |
γενική | του | ύδατος | των | υδάτων |
αιτιατική | το | ύδ | τα | ύδατα |
κλητική | ύδ | ύδατα | ||
όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ύδωρ < αρχαία ελληνική ὕδωρ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ύδωρ ουδέτερο
- το νερό, υγρό άχρωμο, άοσμο και άγευστο στη φυσική κατάσταση, που αποτελείται από υδρογόνο και οξυγόνο (χημικός τύπος: H2O)
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
- υδατάνθρακας
- υδροφόρος
- υδατογραφία
- υδατοδιαλυτός
- υδατόπτωση
- υδατόσημο
- υδατοστεγής
- υδατοσφαίριση
- υδατοφράχτης
- υδραγωγείο
- υδροηλεκτρικό
- υδροπλάνο
- υδρόγειος
- υδρορροή
- υδατοκαλλιέργεια
- υδροδοτώ
- υδρατμός
- υδραντλία
- υδράργυρος
- υδραυλικός
- ύδρευση
- υδρογόνο
- Η μορφή υδρ-, υδρο- χρησιμοποιείται ως πρώτο συνθετικό πολλών δεκάδων λέξεων.
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ύδωρ
→ δείτε τη λέξη νερό |