Μετάβαση στο περιεχόμενο

υδατόπτωση

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υδατόπτωση οι υδατοπτώσεις
      γενική της υδατόπτωσης* των υδατοπτώσεων
    αιτιατική την υδατόπτωση τις υδατοπτώσεις
     κλητική υδατόπτωση υδατοπτώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, υδατοπτώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
υδατόπτωση < υδατο- + πτώση, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική waterfall[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /i.ðaˈto.pto.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υδατόπτωση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

υδατόπτωση θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]