υδατοσφαίριση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υδατοσφαίριση | οι | υδατοσφαιρίσεις |
γενική | της | υδατοσφαίρισης* | των | υδατοσφαιρίσεων |
αιτιατική | την | υδατοσφαίριση | τις | υδατοσφαιρίσεις |
κλητική | υδατοσφαίριση | υδατοσφαιρίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, υδατοσφαιρίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υδατοσφαίριση < υδατο- + αρχαία ελληνική σφαιρίζω + (καθαρεύουσα) -σις > -ση [1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υδατοσφαίριση, υδατόσφαιρα[2] θηλυκό
- (αθλητισμός, επίσημο) σπορ που παίζεται μέσα στο νερό ανάμεσα σε δύο ομάδες με εφτά παίχτες η καθεμιά
- ≈ συνώνυμα: το πόλο (γουότερ πόλο)
[επεξεργασία]
- υδατοσφαιριστής (πολίστας)
- υδατοσφαιρίστρια
- → δείτε τις λέξεις ύδωρ και σφαίρα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υδατοσφαίριση
[επεξεργασία]
- ↑ υδατοσφαίριση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)