υδρο-
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υδρο- < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑδρο- < ὕδωρ και λόγιο ενδογενές δάνειο: (άμεσο δάνειο) διαγλωσσική ορολογία hydro-, όπως από το γαλλικό hydro-[1]
Προφορά
[επεξεργασία]Πρόθημα
[επεξεργασία]υδρο- ή υδρό- ή υδρ-
- α΄ συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι :
- το β΄ συνθετικό περιέχει νερό, σχετίζεται με νερό, μοιάζει με νερό
- μια χημική ένωση περιέχει ή προσλαμβάνει υδρογόνο στο μόριό της
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- υδρό-
- υδρ- πριν από φωνήεν
Σύνθετα
[επεξεργασία]- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα υδρο- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα υδρό- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα υδρ- στο Βικιλεξικό
όπως
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ υδρο- - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από διαγλωσσικούς όρους (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από διαγλωσσικούς όρους (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Προθήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)