καβούρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καβούρι | τα | καβούρια |
γενική | του | καβουριού | των | καβουριών |
αιτιατική | το | καβούρι | τα | καβούρια |
κλητική | καβούρι | καβούρια | ||
όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καβούρι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καβούρι ουδέτερο
- θαλασσινό ζώο, ο κάβουρας
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- έχει καβούρια στην τσέπη του: για κάποιον τσιγκούνη, που δεν θέλει να βάλει το χέρι στην τσέπη και να πληρώσει