τσέπη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τσέπη οι τσέπες
      γενική της τσέπης των τσεπών
    αιτιατική την τσέπη τις τσέπες
     κλητική τσέπη τσέπες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τσέπη < (άμεσο δάνειο) τουρκική cep < αραβική جيب (jayb)
Πίσω τσέπη παντελονιού.

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈt͡se.pi/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τσέπη θηλυκό

  1. μέρος του παντελονιού όπου μπορούμε να βάλουμε μικρά αντικείμενα (κλειδιά, χρήματα, ...)
    σκίστηκε η τσέπη του κι έχασε τα ψιλά του
    ※  Οι πιέτες και οι τσέπες κατηργήθηκαν, σακάκια, φούστες και παντελόνια κόντυναν, φερμουάρ, κουμπιά και γαρνιτούρες σχεδόν καταργήθηκαν (Ζέφη Κόλλια, Βελονιές της πρωτοπορίας, κεφάλαιο: Λονδίνο, Civilian clothing 1941, τα ρούχα των βομβαρδισμών, 2023)
  2. (κατ' επέκταση) λέγεται για κάτι που είναι πολύ πιο μικρό από το κανονικό
    αεροπλάνο τσέπης
    λιμουζίνα τσέπης
  3. μετρητά
    500.000€ ο τομογράφος, τον πούλησα 100€... τσέπη, όμως, ε;

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]


Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • βάζω το χέρι στην τσέπη: ξοδεύω (συνήθως με θετική χροιά)
δεν χρειάζεται να τον παρακαλέσεις, βάζει εύκολα το χέρι στην τσέπη
  • βάζω το χέρι βαθιά στην τσέπη: ξοδεύω υπέρογκα ποσά
  • έχει γεμάτη τσέπη, έχει φουσκωμένη τσέπη: έχει οικονομική άνεση
μην ανησυχείς γι' αυτόν, έχει γεμάτη τσέπη
  • έχει καβούρια η τσέπη του, έχει καβούρια στην τσέπη του: είναι τσιγκούνης
χάνεις τον καιρό σου παρακαλώντας τον, η τσέπη του έχει καβούρια
  • (δεν) το αντέχει η τσέπη μου, (δεν) το σηκώνει η τσέπη μου: (δεν) μπορώ να το πληρώσω, (δεν) έχω την ευχέρεια να το πληρώσω
δεν μπορώ να πάω στις Μπαχάμες, η τσέπη μου δεν το αντέχει
μην ανησυχείς γι' αυτόν, τον έχω στην τσέπη μου

Παροιμίες

[επεξεργασία]
  • τα σάβανα δεν έχουν τσέπες

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]