τσέπη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τσέπη | οι | τσέπες |
γενική | της | τσέπης | των | τσεπών |
αιτιατική | την | τσέπη | τις | τσέπες |
κλητική | τσέπη | τσέπες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τσέπη < (άμεσο δάνειο) τουρκική cep < αραβική جيب (jayb)
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τσέπη θηλυκό
- μέρος του παντελονιού όπου μπορούμε να βάλουμε μικρά αντικείμενα (κλειδιά, χρήματα, ...)
- σκίστηκε η τσέπη του κι έχασε τα ψιλά του
- ※ Οι πιέτες και οι τσέπες κατηργήθηκαν, σακάκια, φούστες και παντελόνια κόντυναν, φερμουάρ, κουμπιά και γαρνιτούρες σχεδόν καταργήθηκαν (Ζέφη Κόλλια, Βελονιές της πρωτοπορίας, κεφάλαιο: Λονδίνο, Civilian clothing 1941, τα ρούχα των βομβαρδισμών, 2023)
- (κατ' επέκταση) λέγεται για κάτι που είναι πολύ πιο μικρό από το κανονικό
- αεροπλάνο τσέπης
- λιμουζίνα τσέπης
- μετρητά
- 500.000€ ο τομογράφος, τον πούλησα 100€... τσέπη, όμως, ε;
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- βάζω το χέρι στην τσέπη: ξοδεύω (συνήθως με θετική χροιά)
- δεν χρειάζεται να τον παρακαλέσεις, βάζει εύκολα το χέρι στην τσέπη
- βάζω το χέρι βαθιά στην τσέπη: ξοδεύω υπέρογκα ποσά
- έχει γεμάτη τσέπη, έχει φουσκωμένη τσέπη: έχει οικονομική άνεση
- μην ανησυχείς γι' αυτόν, έχει γεμάτη τσέπη
- έχει καβούρια η τσέπη του, έχει καβούρια στην τσέπη του: είναι τσιγκούνης
- χάνεις τον καιρό σου παρακαλώντας τον, η τσέπη του έχει καβούρια
- (δεν) το αντέχει η τσέπη μου, (δεν) το σηκώνει η τσέπη μου: (δεν) μπορώ να το πληρώσω, (δεν) έχω την ευχέρεια να το πληρώσω
- δεν μπορώ να πάω στις Μπαχάμες, η τσέπη μου δεν το αντέχει
- έχει τρύπιες τσέπες: είναι σπάταλος
- κοιτάει τις τσέπες του: είναι τσιγκούνης, φιλοχρήματος // (μεταφορικά) είναι συμφεροντολόγος
- μένω με άδειες τσέπες: μένω από λεφτά, ξεμένω από λεφτά
- πληρώνω από την τσέπη μου: πληρώνω κάτι με δικά μου λεφτά
- το βάζω στην τσέπη: εισπράττω παράνομα
- το 'χω στην τσέπη: είμαι σίγουρος ότι θα το αποκτήσω
- τον έχω στην τσέπη μου: τον κάνω ό,τι θέλω, κάνει ό,τι του λέω, τον απατώ
- μην ανησυχείς γι' αυτόν, τον έχω στην τσέπη μου
Παροιμίες
[επεξεργασία]- τα σάβανα δεν έχουν τσέπες
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)