Μετάβαση στο περιεχόμενο
Κύριο μενού
Κύριο μενού
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Αναζήτηση
Αναζήτηση
Εμφάνιση
Δωρεές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Προσωπικά εργαλεία
Δωρεές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Σελίδες για αποσυνδεμένους συντάκτες
μάθετε περισσότερα
Συνεισφορές
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Περιεχόμενα
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Αρχή
1
Νέα ελληνικά
(el)
Εναλλαγή
Νέα ελληνικά
(el)
υποενότητας
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Συνώνυμα
1.2.3
Αντώνυμα
1.2.4
Μεταφράσεις
Εναλλαγή του πίνακα περιεχομένων
φιλοχρήματος
2 γλώσσες
English
Malagasy
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Εργαλειοθήκη
Εργαλεία
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Ενέργειες
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Γενικά
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Switch to legacy parser
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Εμφάνιση
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Από Βικιλεξικό
Νέα ελληνικά
(el)
[
επεξεργασία
]
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
φιλοχρήματ
ος
η
φιλοχρήματ
η
το
φιλοχρήματ
ο
γενική
του
φιλοχρήματ
ου
της
φιλοχρήματ
ης
του
φιλοχρήματ
ου
αιτιατική
τον
φιλοχρήματ
ο
τη
φιλοχρήματ
η
το
φιλοχρήματ
ο
κλητική
φιλοχρήματ
ε
φιλοχρήματ
η
φιλοχρήματ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
φιλοχρήματ
οι
οι
φιλοχρήματ
ες
τα
φιλοχρήματ
α
γενική
των
φιλοχρήματ
ων
των
φιλοχρήματ
ων
των
φιλοχρήματ
ων
αιτιατική
τους
φιλοχρήματ
ους
τις
φιλοχρήματ
ες
τα
φιλοχρήματ
α
κλητική
φιλοχρήματ
οι
φιλοχρήματ
ες
φιλοχρήματ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
[
επεξεργασία
]
φιλοχρήματος
<
αρχαία ελληνική
φιλοχρήματος
<
φίλος
+
χρῆμα
Επίθετο
[
επεξεργασία
]
φιλοχρήματος
, -η, -ο
που
αγαπά
/
θεοποιεί
το
χρήμα
Συγγενικά
[
επεξεργασία
]
φιλοχρηματία
Συνώνυμα
[
επεξεργασία
]
παραδόπιστος
φιλάργυρος
Αντώνυμα
[
επεξεργασία
]
αφιλοχρήματος
Μεταφράσεις
[
επεξεργασία
]
φιλοχρήματος
αγγλικά
:
avaricious
(en)
τουρκικά
:
paragöz
(tr)
Κατηγορίες
:
Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
Νέα ελληνικά
Επίθετα (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
Αναζήτηση
Αναζήτηση
Εναλλαγή του πίνακα περιεχομένων
φιλοχρήματος
2 γλώσσες
Προσθήκη θέματος