χρῆμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | χρῆμᾰ | τὰ | χρήμᾰτᾰ |
γενική | τοῦ | χρήμᾰτος | τῶν | χρημᾰ́των |
δοτική | τῷ | χρήμᾰτῐ | τοῖς | χρήμᾰσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸ | χρῆμᾰ | τὰ | χρήμᾰτᾰ |
κλητική ὦ! | χρῆμᾰ | χρήμᾰτᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χρήμᾰτε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | χρημᾰ́τοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
χρῆμα < ρήμα χρή + -μα[1] → δείτε και τη λέξη χρεία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χρῆμα ουδέτερο
- κάθε τι που είναι σημαντικά χρήσιμο, τα χρειαζούμενα
- ↪ τί χρῆμα; (για ποιο λόγο; σε τι χρησιμεύει αυτό; προς τι;)
- ※ τοῖς σκεύεσι καὶ τοῖς χρήμασιν ἀποθήκη (Θουκυδίδης)
- η περιουσία, τα υλικά αγαθά
- ※ χρήματα δ᾽ οὐχ ἁρπακτά, θεόσδοτα πολλὸν ἀμείνω, εἰ γάρ τις καὶ χερσὶ βίῃ μέγαν ὄλβον ἕληται, ἢ ὅ γ᾽ ἀπὸ γλώσσης ληίσσεται, οἷά τε πολλὰ γίγνεται... (Ἡσίοδος, Ἒργα καὶ Ἡμέραι)
- η περιουσία δεν πρέπει να είναι αποτέλεσμα αρπαγής, αλλά είναι καλύτερα να χορηγείται από τις θεϊκές δυνάμεις, γιατί αν ένας άνδρας αποκτήσει μεγάλο πλούτο βίαια ή, όπως συνηθως γίνεται, τον ληστέψει <ξεγελώντας> με τα λόγια του...
- ※ χρήματα δ᾽ οὐχ ἁρπακτά, θεόσδοτα πολλὸν ἀμείνω, εἰ γάρ τις καὶ χερσὶ βίῃ μέγαν ὄλβον ἕληται, ἢ ὅ γ᾽ ἀπὸ γλώσσης ληίσσεται, οἷά τε πολλὰ γίγνεται... (Ἡσίοδος, Ἒργα καὶ Ἡμέραι)
- αντίτιμο, αντάλλαγμα
- ※ Δαρεῖος ἐπὶ τῆς ἑωυτοῦ ἀρχῆς καλέσας Ἑλλήνων τοὺς παρεόντας εἴρετο ἐπὶ κόσῳ ἂν χρήματι βουλοίατο τοὺς πατέρας ἀποθνήσκοντας κατασιτέεσθαι: οἳ δὲ ἐπ᾽ οὐδενὶ ἔφασαν ἔρδειν ἂν τοῦτο. (Ἡρόδοτος)
- Ο Δαρείος κάλεσε τους Έλληνες που είχε κοντά του και τους ρώτησε με ποιο αντάλλαγμα θα δέχονταν να φάνε τους πατεράδες τους όταν πέθαιναν και εκείνοι απάντησαν "επ ' ουδενί" δεν θα διέπρατταν κάτι τέτοιο
- ↪ τὰ ἱερὰ χρήματα τῆς Ἀθηναίης
- ※ Δαρεῖος ἐπὶ τῆς ἑωυτοῦ ἀρχῆς καλέσας Ἑλλήνων τοὺς παρεόντας εἴρετο ἐπὶ κόσῳ ἂν χρήματι βουλοίατο τοὺς πατέρας ἀποθνήσκοντας κατασιτέεσθαι: οἳ δὲ ἐπ᾽ οὐδενὶ ἔφασαν ἔρδειν ἂν τοῦτο. (Ἡρόδοτος)
- (στον πληθυντικό) → δείτε τη λέξη χρήματα τα αγαθά, τα έπιπλα, η ακίνητη περιουσία και τα νομίσματα, ο θησαυρός που έχει συγκεντρωθεί σε έναν ναό
- το πράμα, συχνά για να εκφραστεί θαυμασμός, έκπληξη κλπ
- ※ Πολλάκις μὲν ἔμοιγε θεῖόν τι καὶ δαιμόνιον ὄντως χρῆμα͵ ὦ Ἀλέξανδρε͵ ἡ φιλοσοφία ἔδοξεν εἶναι (Αριστοτέλης, Περί κόσμου, 392b.33-35)
- κάθε τι σε μεγάλο αριθμό, το πλήθος, ο σωρός, αλλά και το ασυνήθιστο σε όγκο, το παράδοξο, συνήθως με το "όσον"
- ※ (Αριστοφάνης, Νεφέλαι, 75-76) ὦ Ζεῦ βασιλεῦ͵ τὸ χρῆμα τῶν νυκτῶν ὅσον. ἀπέραντον. οὐδέποθ΄ ἡμέρα γενήσεται; - τι πράμα και η νύχτα, δεν λέει να περάσει ...
- ὅσον παρνόπων χρῆμα : πω, πω πλήθος ακρίδων
- ὅσον τὸ χρῆμα ἐπὶ δεῖπνον ἦλθε: πλάκωσε πολύς κόσμος για το φαΐ
- ※ Πολλάκις μὲν ἔμοιγε θεῖόν τι καὶ δαιμόνιον ὄντως χρῆμα͵ ὦ Ἀλέξανδρε͵ ἡ φιλοσοφία ἔδοξεν εἶναι (Αριστοτέλης, Περί κόσμου, 392b.33-35)
- το συμβάν, το γεγονός
Σύνθετα[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- χρημάτων πάντων : πάση θυσία, με κάθε τρόπο, ό,τι κι αν στοιχίσει
- ἀντὶ πάντων χρημάτων: και τι δεν θα' δινα για να μπορούσα ..., θα τα έδινα όλα για να... , θα έκανα τα πάντα για να μπορούσα...
- πᾶν χρῆμα ἐκίνεε: δεν άφησε πέτρα που να μην αναποδογυρίσει, κίνησε γη και ουρανό, έκανε τα πάντα, και τι δεν έκανε για να...
- ἐς ἀφανὲς χρήμα: προς άγνωστο σκοπό, στο άγνωστο, με αβεβαιότητα
- τί χρῆμα; ποίο το όφελος, ποιος είναι ο σκοπός; προς τι; πού το πάς; και τί χρῆμα δρᾷς; γιατί το έκανες;
- τί δ᾽ ἐστὶ χρῆμα; : τι τρέχει; τι θέμα έχουμε έχουμε εδώ;
- μάλιστα χρημάτων: περισσότερο από όλα, πάνω από όλα
- πάντων χρημάτων μέτρον ἄνθρωπος : απόφθεγμα με διαφορετική ερμηνεία ανάλογα με το αν κάποιος το δει από τη μεριά του Πρωταγόρα ή από του Πλάτωνα
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- και στην καθαρεύουσα
[επεξεργασία]
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές[επεξεργασία]
- χρῆμα - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- χρῆμα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χρῆμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'κτῆμα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'κτῆμα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπερισπώμενα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα προπερισπώμενα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπερισπώμενες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -μα (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Καθαρεύουσα από τα αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά από τα αρχαία ελληνικά (καθαρεύουσα)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)