buzunar
Εμφάνιση
Αρωμουνικά (βλάχικα) (roa-rup)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- buzunar < μεσαιωνική ελληνική μπουζουνάρα
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]buzunar (roa-rup)
buzunar (roa-rup)