Μετάβαση στο περιεχόμενο

pocket

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
pocket pockets

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pocket (en)

  1. τσέπη
  2. (στρατιωτικός όρος) θύλακας