μανίτσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μανίτσα | οι | μανίτσες |
γενική | της | μανίτσας | — | |
αιτιατική | τη | μανίτσα | τις | μανίτσες |
κλητική | μανίτσα | μανίτσες | ||
Η γενική πληθυντικού -ών δεν συνηθίζεται. Συνήθως στον ενικό. | ||||
όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μανίτσα < μάν(α) + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μανίτσα θηλυκό
- τρυφερή έκφραση για τη μητέρα
- Μανίτσα θέλω κι άλλο γλυκό!
- (προσφώνηση) προσφώνηση φίλης, συναδέλφου κ.λπ., όχι απαραίτητα όμως τρυφερός
- Σου είπα να μην το κάνεις έτσι μανίτσα μου, τώρα πρέπει να το ξαναφτιάξεις απ' την αρχή
- γλυκόλογο στην σύζυγο, ερωμένη ή, υποτίθεται και ως κοπλιμέντο, σε άγνωστη γυναίκα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μανίτσα