μαμάκα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαμάκα οι μαμάκες
      γενική της μαμάκας
    αιτιατική τη μαμάκα τις μαμάκες
     κλητική μαμάκα μαμάκες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μαμάκα < μαμά + -άκα (υποκοριστικό)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μαμάκα θηλυκό

  • (τρυφερό, κυρίως παιδικό) μαμά

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]