όπως τον γέννησε η μάνα του
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
όπως τον γέννησε η μάνα του
- χωρίς ένδυση
- απόλυτη γύμνια
- "γδύθηκε κι άρχισε να τρέχει στο δρόμο όπως τον γέννησε η μάνα του"
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
όπως τον γέννησε η μάνα του