όπως τον γέννησε η μάνα του

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

όπως τον γέννησε η μάνα του < → δείτε τις λέξεις όπως, γέννησε και μάνα

Έκφραση[επεξεργασία]

όπως τον γέννησε η μάνα του

  1. χωρίς ένδυση
  2. απόλυτη γύμνια
    "γδύθηκε κι άρχισε να τρέχει στο δρόμο όπως τον γέννησε η μάνα του"

Συνώνυμα[επεξεργασία]

  1. τσιτσίδι, ολόγυμνος
  2. με αδαμιαία περιβολή

Μεταφράσεις[επεξεργασία]