modificar
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
modificar (pt) < από το λατινικό modificāre
Ρήμα[επεξεργασία]
modificar (pt)