moeder
Από Βικιλεξικό
Πήδηση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ολλανδικά (nl)
[
επεξεργασία
]
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
moeder
(nl)
η
μητέρα
, η
μάνα
Κατηγορίες
:
Ουσιαστικά (ολλανδικά)
Ολλανδική γλώσσα
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Παραλλαγές
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πύλες
Τυχαία σελίδα
συνεισφορά
Βικιδημία
Σελίδες συζήτησης
Πρόσφατες αλλαγές
Νέες σελίδες
βοήθεια
Βοήθεια
Κατηγορίες
Πρότυπα
Δημιουργία
Δωρεές
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Έκδοση εκτύπωσης
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Άλλες γλώσσες
Afrikaans
Azərbaycanca
ᏣᎳᎩ
Čeština
Dansk
Deutsch
English
Español
Eesti
Euskara
Suomi
Na Vosa Vakaviti
Français
Frysk
Hrvatski
Magyar
Հայերեն
Bahasa Indonesia
Ido
Italiano
日本語
한국어
Kurdî
Кыргызча
Lëtzebuergesch
Limburgs
ລາວ
Lietuvių
Malagasy
Nederlands
Norsk
Occitan
Polski
Português
Русский
Slovenčina
Svenska
ไทย
Türkçe
Українська
Tiếng Việt
中文
Bân-lâm-gú