moral
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | moral |
συγκριτικός | more moral |
υπερθετικός | most moral |
moral (en)
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό) ηθικός, που αφορά τα ήθη
- ⮡ Moral values change over time.
- Οι ηθικές αξίες μεταβάλλονται μέσα στο χρόνο.
- ⮡ A huge moral issue has been created.
- Δημιουργήθηκε τεράστιο ηθικό θέμα.
- ⮡ Moral values change over time.
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό) ηθικός, που είναι σύμφωνος με τα ήθη μου, όχι απαραίτητα με τον νόμο
- ⮡ I have a moral obligation to help him.
- Έχω ηθική υποχρέωση να τον βοηθήσω.
- ⮡ I have a moral obligation to help him.
- ηθικός, που ακολουθεί τη συμπεριφορά που θεωρείται αποδεκτή και σωστή από τους περισσότερους ανθρώπους
- ⮡ a moral person - ηθικός άνθρωπος
- ⮡ They live a moral life.
- Ζουν ηθική ζωή.
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
moral | morals |
moral (en)
- (μόνο πληθυντικός) η ηθική, το ήθος, οι αρχές καλής συμπεριφοράς
- ⮡ Christian morals - Χριστιανική ηθική
- ⮡ This man has no morals.
- Ο άντρας αυτός δεν έχει ηθική.
- ⮡ That is in accordance with my own morals.
- Αυτά είναι σύμφωνα με τη δική μου ηθική.
- ⮡ That is against my own morals.
- Αυτά είναι αντίθετα προς τη δική μου ηθική.
- ⮡ The teacher tries to teach morals to his students.
- Ο δάσκαλος προσπαθεί να διδάξει ήθος στους μαθητές του.
- ⮡ He has loose morals.
- Έχει χαλαρά ήθη.
- το ηθικό δίδαγμα
- ⮡ What is the moral of the story?
- Ποιο είναι το ηθικό δίδαγμα της ιστορίας;
- ⮡ What is the moral of the story?
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]moral (fr)