naramiennik
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]naramiennik (pl) < από το πρόθημα na- (pl) (επάνω, υπέρ) και τη λέξη ramię (pl) (ώμος)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]naramiennik (pl) αρσενικό
- η επωμίδα