Μετάβαση στο περιεχόμενο

naramiennik

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

naramiennik (pl) < από το πρόθημα na- (pl) (επάνω, υπέρ) και τη λέξη ramię (pl) (ώμος)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

naramiennik (pl) αρσενικό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]