epolet
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]epolet (pl) < γαλλική épaulette
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]epolet (pl) αρσενικό
- η επωμίδα
epolet (pl) < γαλλική épaulette
epolet (pl) αρσενικό