nibble
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- nibble < μέση άνω γερμανική nibbelen
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
nibble (en)
- τσιμπολογώ, δαγκώνω
- δαγκώνω παιχνιδιάρικα
- τρώω πρόχειρα κάτι λίγο