niemożliwy
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
niemożliwy (pl) < από το πρόθημα nie- (pl) και το επίθετο możliwy (pl)
Επίθετο[επεξεργασία]
niemożliwy (pl)
- που δεν μπορεί να γίνει, αδύνατος