Μετάβαση στο περιεχόμενο

niemożliwy

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

niemożliwy (pl) < από το πρόθημα nie- (pl) και το επίθετο możliwy (pl)

Επίθετο

[επεξεργασία]

niemożliwy (pl)