niemożliwy
Εμφάνιση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]niemożliwy (pl) < από το πρόθημα nie- (pl) και το επίθετο możliwy (pl)
Επίθετο
[επεξεργασία]niemożliwy (pl)
- που δεν μπορεί να γίνει, αδύνατος
niemożliwy (pl) < από το πρόθημα nie- (pl) και το επίθετο możliwy (pl)
niemożliwy (pl)