nightingale
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
nightingale (en)
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- female nightingale: αηδόνα