Μετάβαση στο περιεχόμενο

nighttime

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

nighttime (en)

  • οι ώρες της νύχτας
      His eyes have been strained from the nighttime studying.
    Τα μάτια του έχουν καταπονηθεί από τη νυχτερινή μελέτη.