ninety
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Αριθμητικό
[επεξεργασία]ninety (en)
- ενενήντα
- ⮡ Open the book to page ninety.
- Να ανοίξεις το βιβλίο στη σελίδα ενενήντα.
- ⮡ Open the book to page ninety.
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
ninety | nineties |
ninety (en)