Μετάβαση στο περιεχόμενο

ninety

Από Βικιλεξικό

Αριθμητικό

[επεξεργασία]

ninety (en)

  • ενενήντα
      Open the book to page ninety.
    Να ανοίξεις το βιβλίο στη σελίδα ενενήντα.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
ninety nineties

ninety (en)

  1. (μόνο πληθυντικός) στα/τα ενενήντα, μεταξύ 90 και 99 ετών
      He entered his nineties.
    Μπήκε στα ενενήντα.
  2. (μόνο πληθυντικός) η δεκαετία του ενενήντα, για τη χρονολογία οποιουδήποτε αιώνα, τα χρόνια μεταξύ 90 και 99
      since the mid-nineties - από τα μέσα της δεκαετίας του ενενήντα