obiurgo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
obiurgo < ob + iurgo

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /obˈjuːr.ɡoː/

obiurgo (la) (obiūrgō1, obiūrgāvī, obiūrgātum, obiūrgāre)

  1. μαλώνω
  2. τιμωρώ, επιπλήττω
  3. αποδοκιμάζω