oczko

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

oczko (pl) ουδέτερο

  1. υποκοριστικό του: oko
  2. πόντος (κάλτσας, καλτσόν κλπ.)