odcięta
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
odcięta < odcięty
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
odcięta (pl) θηλυκό
- (μαθηματικά) η τετμημένη
odcięta < odcięty
odcięta (pl) θηλυκό