Μετάβαση στο περιεχόμενο

odjazd

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

odjazd < από το ρήμα odjeżdżać

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

odjazd (pl) αρσενικό

  1. η αναχώρηση (επίγειου μεταφορικού μέσου)
    przed podróżą zawsze sprawdzam godzinę odjazdu pociągu - πριν το ταξίδι πάντα επαληθεύω την ώρα αναχώρησης της αμαξοστοιχίας

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]