odjazd
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
odjazd < από το ρήμα odjeżdżać
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
odjazd (pl) αρσενικό
- η αναχώρηση (επίγειου μεταφορικού μέσου)
- przed podróżą zawsze sprawdzam godzinę odjazdu pociągu - πριν το ταξίδι πάντα επαληθεύω την ώρα αναχώρησης της αμαξοστοιχίας