Μετάβαση στο περιεχόμενο

określenie

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
określenie < ρηματικό ουσιαστικό από το τετελεσμένο ρήμα: określić + -nie

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

określenie (pl) ουδέτερο