okupi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
okupi < okup- + -i
ρήμα okupi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας okupas okupanta okupata
αόριστος okupis okupinta okupita
μέλλοντας okupos okuponta okupota
υποθετική okupus - -
προστακτική okupu - -

okupi (eo)