one-shot

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίρρημα, Ουσιαστικό[επεξεργασία]

one-shot (en)

  • μεμιάς, με την μια
  • μιας-μοναδικής απόπειρας-ευκαιρίας-δράσης-χρήσης