onlooker
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
onlooker (en)
- θεατής
- μη άμεσα ενεργός σε σκηνή ή στην πολιτική