onlooker

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

onlooker (en)

  1. θεατής
  2. μη άμεσα ενεργός σε σκηνή ή στην πολιτική