oppressive
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | oppressive |
συγκριτικός | more oppressive |
υπερθετικός | most oppressive |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]oppressive (en)
- καταπιεστικός, που αντιμετωπίζει τους ανθρώπους με σκληρό και άδικο τρόπο
- ⮡ oppressive taxation - καταπιεστική φορολογία
- ⮡ an oppressive regime - καταπιεστικό καθεστώς
- καταπιεστικός, που κάνει κάποιον να αισθάνεται δυστυχισμένος και ανήσυχος
- ⮡ His mother is very oppressive, she decides how he will dress, where he will go, what he will do in his life.
- Η μητέρα του είναι πολύ καταπιεστική, αυτή κανονίζει πώς θα ντυθεί, πού θα πάει, τι θα κάνει στη ζωή του.
- ⮡ He grew up in an oppressive environment that created a lot of repressed feelings in him.
- Μεγάλωσε σε ένα καταπιεστικό περιβάλλον που του δημιούργησε πάρα πολλά απωθημένα.
- ⮡ His mother is very oppressive, she decides how he will dress, where he will go, what he will do in his life.