Μετάβαση στο περιεχόμενο

oppressive

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός oppressive
συγκριτικός more oppressive
υπερθετικός most oppressive

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
oppressive < oppress + -ive

Επίθετο

[επεξεργασία]

oppressive (en)

  1. καταπιεστικός, που αντιμετωπίζει τους ανθρώπους με σκληρό και άδικο τρόπο
      oppressive taxation - καταπιεστική φορολογία
      an oppressive regime - καταπιεστικό καθεστώς
  2. καταπιεστικός, που κάνει κάποιον να αισθάνεται δυστυχισμένος και ανήσυχος
      His mother is very oppressive, she decides how he will dress, where he will go, what he will do in his life.
    Η μητέρα του είναι πολύ καταπιεστική, αυτή κανονίζει πώς θα ντυθεί, πού θα πάει, τι θα κάνει στη ζωή του.
      He grew up in an oppressive environment that created a lot of repressed feelings in him.
    Μεγάλωσε σε ένα καταπιεστικό περιβάλλον που του δημιούργησε πάρα πολλά απωθημένα.