orel-

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
orel- < γαλλική oreille

orel- (eo)

  • ρίζα λέξεων που σχετίζονται με την έννοια: αυτί

Παράγωγα

[επεξεργασία]