organ
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά
(en)
[
επεξεργασία
]
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
organ
(en)
το
όργανο
του σώματος
το (εκκλησιαστικό)
όργανο
Κατηγορίες
:
Αγγλική γλώσσα
Ουσιαστικά (αγγλικά)
Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Άλλες γλώσσες
Afrikaans
العربية
Asturianu
বাংলা
Català
Čeština
Cymraeg
Dansk
Deutsch
Zazaki
English
Esperanto
Español
Eesti
فارسی
Suomi
Français
Hrvatski
Magyar
Հայերեն
Bahasa Indonesia
Interlingue
Ido
Íslenska
Italiano
日本語
Jawa
Қазақша
ಕನ್ನಡ
한국어
Kurdî
Limburgs
Lombard
ລາວ
Latviešu
Malagasy
മലയാളം
Bahasa Melayu
မြန်မာဘာသာ
Nederlands
Norsk
Occitan
Oromoo
Polski
Português
Română
Armãneashti
Русский
Sängö
Srpskohrvatski / српскохрватски
Simple English
Slovenščina
Shqip
Svenska
Kiswahili
தமிழ்
తెలుగు
ไทย
Türkçe
Татарча / tatarça
اردو
Oʻzbekcha / ўзбекча
Tiếng Việt
中文