orgen-

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

orgen- < αγγλική, πολωνική organ, ρωσική органъ

Ρίζα[επεξεργασία]

orgen- (eo)

  • ρίζα λέξεων που σχετίζονται με την έννοια: αρμόνιο (το εκκλησιαστικό όργανο)

Παράγωγα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]