otwieracz
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- otwieracz < otwierać
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]otwieracz (pl) αρσενικό
- το ανοιχτήρι
otwieracz (pl) αρσενικό