ozoniser

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɔ.zɔ.ni.ze/

ozoniser (fr)

  • βάζω όζον για να καθαρίσω κάτι