pássaro
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)
[
επεξεργασία
]
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
pássaro
(pt)
αρσενικό
(
ορνιθολογία
) το
πουλί
Κατηγορίες
:
Πορτογαλική γλώσσα
Ουσιαστικά (πορτογαλικά)
Ορνιθολογία (πορτογαλικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Παραλλαγές
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
συνεισφορά
Δημιουργήστε!
Βικιδημία
Σελίδες συζήτησης
βοήθεια
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
δείτε
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες
Azərbaycanca
Беларуская
ᏣᎳᎩ
Cymraeg
Dansk
Deutsch
ދިވެހިބަސް
English
Esperanto
Español
Na Vosa Vakaviti
Français
Magyar
Հայերեն
Ido
Íslenska
ಕನ್ನಡ
한국어
Kurdî
Кыргызча
Limburgs
Lietuvių
Монгол
Nāhuatl
Nederlands
Occitan
Oromoo
Polski
Português
Română
Русский
සිංහල
Gagana Samoa
Soomaaliga
Shqip
Svenska
தமிழ்
ไทย
Türkçe
ئۇيغۇرچە / Uyghurche
Oʻzbekcha/ўзбекча
中文