pansy
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
pansy (en)
- ο πανσές
- (μειωτικό) θηλυπρεπής ομοφυλόφιλος, αδερφή, πούστης
- (μειωτικό) οποιοσδήποτε άνθρωπος δειλός και αδύναμος, που υποχωρεί εύκολα όταν αντιμετωπίζει δυσκολίες ή απαιτήσεις άλλων