parietal

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

parietal (en)

  1. (ανατομία, οστεολογία, εγκεφαλολογία) βρεγματικός
    parietal bone - βρεγματικό οστό
  2. (βοτανική) πλευρικός, σχετικός με τα τοιχώματα ενός οργάνου ή κοιλότητας του οργανισμού