parietal
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
parietal (en)
- (ανατομία, οστεολογία, εγκεφαλολογία) βρεγματικός
- parietal bone - βρεγματικό οστό
- (βοτανική) πλευρικός, σχετικός με τα τοιχώματα ενός οργάνου ή κοιλότητας του οργανισμού