Μετάβαση στο περιεχόμενο

parish

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
parish parishes

parish (en)

  • η ενορία
      Their parish priest married them.
    Τους πάντρεψε ο παπάς της ενορίας τους.
      Which parish do you belong to?
    Σε ποια ενορία ανήκετε;