parkowanie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
parkowanie < parkować
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˌparkɔˈvãɲɛ/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
parkowanie (pl) ουδέτερο
- το παρκάρισμα