patio

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈpæ.tɪ.əʊ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

patio (en)

  • πλακόστρωτη αυλή, πλακόστρωτο αίθριο

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈpa.tjo/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

patio (es) (πάτιο) αρσενικό