patio
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]patio (en)
- πλακόστρωτη αυλή, πλακόστρωτο αίθριο
Ισπανικά (es)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]patio (es) (πάτιο) αρσενικό