pek-

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

pek- < ιταλική peccato

Ρίζα[επεξεργασία]

pek- (eo)

  • ρίζα λέξεων που σχετίζονται με την έννοια: αμαρτία

Παράγωγα[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]