per se
Εμφάνιση
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίρρημα
[επεξεργασία]per se
- καθεαυτού, από μόνο του, ακριβώς, το ίδιο, εγγενώς, στην ουσία, ακριβολογώντας, εξ ορισμού
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίρρημα
[επεξεργασία]per se (en) (χωρίς παραθετικά)
- καθαυτό, χρησιμοποιείται για να δείξει ότι αναφέρομαι σε κάτι μόνο του και όχι σε σχέση με κάτι άλλο
- ⮡ The problem is not money per se, but the way it is used.
- Το πρόβλημα δεν είναι το χρήμα καθαυτό, αλλά ο τρόπος που χρησιμοποιείται.
- ⮡ It’s not the cause per se, besides, it’s a multifaceted issue.
- Δεν είναι αυτή η καθαυτό αιτία, άλλωστε πρόκειται για θέμα πολυσχιδές.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη intrinsically
- ⮡ The problem is not money per se, but the way it is used.
- (ανεπίσημο) καθαυτό, χρησιμοποιείται κυρίως αρνητικά για να δείξει ότι κάτι δεν είναι πραγματικά αυτό που αναφέρεται
- ⮡ It’s not a museum per se, but they do have some interesting artifacts.
- Δεν είναι μουσείο καθαυτό, αλλά έχουν μερικά ενδιαφέροντα αντικείμενα.
- ⮡ It’s not a museum per se, but they do have some interesting artifacts.