per se
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία en[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
/pəː ˈseɪ/
Επίρρημα[επεξεργασία]
per se
- καθεαυτού, από μόνο του, ακριβώς, το ίδιο, εγγενώς (+ για πληθυντικός πχ. "τα ίδια"), στην ουσία, ακριβολογώντας, εξ ορισμού
Σημειώσεις[επεξεργασία]
συνήθως σε άρνηση